Βιβλιοθήκη > Άρθρα > Ελληνικά
Share |

Η ΔΕΠΥ και η αντιμετώπισή της στο σχολείο, κ. Γιαννουλάκη

Εισαγωγή Η υπερκινητικότητα εμφανίζεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα σε σύγκριση με όλα τα προβλήματα συμπεριφοράς στην παιδική ηλικία. Ο εκπαιδευτικός έρχεται συχνά αντιμέτωπος με το σύνδρομο ΔΕΠ-Υ (διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα). Είναι σκόπιμο να είναι ενημερωμένος για τα συμπτώματα και τις διαταραχές αυτού του συνδρόμου, για τις μεθόδους και τις τεχνικές που θα βοηθήσουν το έργο του και θα μειώσουν τις δυσκολίες του παιδιού, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο θα μιλήσει στους γονείς. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, θα πρέπει να είναι διαθέσιμος να συνεργαστεί με τους ειδικούς. Το κίνητρο γι’ αυτή την εργασία ήταν ένας υπερκινητικός μαθητής μας. Ήρθε στο τμήμα μας, στο 15ο Δημοτικό Σχολείο Χανίων, με τα χαρτιά της επίσημης γνωμάτευσης, διωγμένος από δύο σχολεία της Αθήνας. Την πρώτη μέρα στην τάξη μάς υποδέχτηκε με ένα «δυναμιτάκι», γεγονός που προδιέγραφε ανησυχίες για τη συνέχεια. Τελικά, ύστερα από συνεργασία με τον παιδοψυχολόγο, συνεχή συνεργασία με τους γονείς του παιδιού και με τις προσπάθειές μας στο σχολείο, μέσα σε δύο χρόνια (πέμπτη και έκτη τάξη) η συμπεριφορά του παιδιού βελτιώθηκε θεαματικά, όπως και οι προσπάθειές του στο γνωστικό τομέα. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, η εμπειρία αυτή μάς ωρίμασε και μας έκανε να νιώσουμε ότι άξιζε και η παραμικρή προσπάθεια που καταβάλαμε ως εκπαιδευτικοί και ως άνθρωποι ...

1. Αποσαφήνιση ορισμών

1.1 Το υπερκινητικό παιδί
Οι έννοιες "υπερκινητικό σύνδρομο”, "υπερκινητική διαταραχή” ή "υπερκινητικότητα” επισημαίνουν πρώτα απ’ όλα τη διαρκή ενεργητικότητα και την υπερβολική έλλειψη ηρεμίας. Βεβαίως, τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν και μεγάλη διάσπαση προσοχής.
Ο Η. Μπεζεβέγκης αναφέρει ότι το σύνδρομο αυτό χαρακτηρίζει παιδιά με χαμηλή σχολική επίδοση και προσαρμογή, των οποίων η αποτυχία δεν μπορεί να αποδοθεί σε νοητική καθυστέρηση, σωματικό ελάττωμα, πενία, πολιτιστική μειονεξία ή κακή αγωγή στο σπίτι. Υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις όπου η νοητική καθυστέρηση μπορεί να συνυπάρχει με το σύνδρομο της υπερκινητικότητας. Η διάσπαση της προσοχής, συνδυασμένη με υπερκινητικότητα, αποτελούν συχνή δυάδα συμπτωμάτων και αυτό οδήγησε στην κατάταξή τους σε διάφορες ταξινομήσεις, ως υπερκινητικό σύνδρομο της παιδικής ηλικίας. Το σύνδρομο έχει καταγραφεί με διάφορες ονομασίες, οι οποίες αρχικά επιχειρούσαν να ανταποκριθούν στην αιτιολογία του συνδρόμου, όπως «εγκεφαλική βλάβη», «ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία», «υπερκινητική αντίδραση στην παιδική ηλικία». Τελικά, η τυπική ονομασία «Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα» (ΔΕΠ-Υ) καθιερώθηκε το 1994 με την καταγραφή της στο DSM-IV.

1.2 Τύποι ΔΕΠ-Υ
Τρεις είναι οι τύποι που διακρίνονται και σχετίζονται με τα συμπτώματα που εμφανίζονται κάθε φορά:
(α) ΔΕΠ-Υ, Συνδυασμένος Τύπος: όταν τα συμπτώματα απροσεξίας και υπερκινητικότητας - παρορμητικότητας εμφανίζονται με την ίδια βαρύτητα.
(β) ΔΕΠ-Υ με Προεξάρχοντα τον Απρόσεκτο Τύπο: όταν τα συμπτώματα απροσεξίας εμφανίζονται με μεγαλύτερη βαρύτητα.
(γ) ΔΕΠ-Υ με Προεξάρχοντα τον Υπερκινητικό-Παρορμητικό Τύπο: όταν τα συμπτώματα υπερκινητικότητας-παρορμητικότητας εμφανίζονται με μεγαλύτερη βαρύτητα.

1.2.1 Πρωτογενή–δευτερογενή συμπτώματα ΔΕΠ-Υ
Τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ έχουν διαφορετική ένταση για κάθε παιδί και δεν εμφανίζονται το ίδιο την κάθε στιγμή. Τα πρωτογενή συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ αναφέρονται στο DSM-IV1 ως απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα:
α) Απροσεξία, που αφορά την ικανότητα συγκέντρωσης και διατήρησης της προσοχής. Το παιδί δεν μπορεί να εστιάσει την προσοχή του για πολλή ώρα κάπου, αφού η προσοχή του αποσπάται εύκολα από εξωτερικά ερεθίσματα, ακόμα και από τις ίδιες τις σκέψεις του.
β) Υπερκινητικότητα, που αφορά την κινητική δραστηριότητα. Είναι το πιο εμφανές χαρακτηριστικό της ΔΕΠ-Υ. Πρόκειται για τις αυξημένες ανάγκες κινητικής δραστηριότητας που έχει το παιδί με το σύνδρομο αυτό, τις οποίες ικανοποιεί τρέχοντας, σκαρφαλώνοντας και πηδώντας, ακόμα και αν η συγκεκριμένη συμπεριφορά κρίνεται εντελώς ακατάλληλη για το χώρο στον οποίο βρίσκεται.
γ) Παρορμητικότητα, που είναι το στοιχείο εκείνο του συνδρόμου που προσδιορίζει την τάση του παιδιού να εκφράζεται και να ενεργεί πολύ αυθόρμητα,προτού καν προλάβει να σκεφτεί τα λόγια και τις πράξεις του. Τα πρωτογενή συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ εμφανίζονται εντονότερα με την είσοδο του παιδιού στο δημοτικό σχολείο, καθώς οι υποχρεώσεις του και οι απαιτήσεις που έχει το σχολείο από το παιδί είναι αυξημένες.
Η απότομη αύξηση των απαιτήσεων με την είσοδο του παιδιού στο δημοτικό σχολείο αποτελεί πολλές φορές τη βάση για την εμφάνιση δευτερογενών συμπτωμάτων, όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση και τα προβλήματα συμπεριφοράς, η χαμηλή σχολική επίδοση κ.τ.λ. Πολύ συχνά η επίδραση αυτών των δευτερογενών προβλημάτων στη λειτουργία του παιδιού είναι πολύ πιο σημαντική από την επίδραση των πρωτογενών προβλημάτων της ΔΕΠ-Υ.
Οι παράγοντες που ευθύνονται για τη ΔΕΠ-Υ είναι πολλοί, όμως το κύριο βάρος αποδίδεται σε γενετικά και νευρολογικά αίτια. Από την άλλη, οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες ευθύνονται περισσότερο για την πορεία εξέλιξης των δυσκολιών κάθε παιδιού με ΔΕΠ-Υ. Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση ΔΕΠ-Υ είναι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η μόλυνση από βαριά μέταλλα και τα προβλήματα στη διατροφή που προέρχονται από τη βιομηχανοποιημένη γεωργία, κτηνοτροφία και πτηνοτροφία, καθώς και τα χημικά πρόσθετα στις τροφές μας.

1.2.2. Σχέση παιδιού με ΔΕΠ-Υ και εκπαιδευτικού
Η σχέση μεταξύ εκπαιδευτικού και παιδιού στην περίπτωση αυτή αναδεικνύεται σε καθοριστική, αφού μετά τους γονείς ο εκπαιδευτικός είναι το πρόσωπο το οποίο με τις επιλογές ή τις παραλείψεις του επηρεάζει καταλυτικά την ανάπτυξη των παιδιών. Μια παιδαγωγική βασισμένη στις σχέσεις και στην επικοινωνία, «σχεσιοδυναμική», είναι μια παιδαγωγική ποιότητας, που επηρεάζει ολόκληρο το βίο (διά βίου) των ατόμων. Στο παραπάνω πλαίσιο, βαρύνουσα είναι η σημασία της επικοινωνιακής σχέσης μεταξύ δασκάλου και παιδιού σε αυθεντικές συνθήκες στην τάξη. Οι συνεχείς αρνητικές παρατηρήσεις του δασκάλου προξενούν τη βίωση δυσάρεστων συναισθημάτων από μέρους του μαθητή, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της αυτοεικόνας του . Ο εκπαιδευτικός γίνεται ο εμψυχωτής του παιδιού, που θα το στηρίξει για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του. Όπως έχει υποστηριχθεί, «από την άποψη της νοημοσύνης της καρδιάς, το να έχει κανείς ελπίδα σημαίνει ότι δεν υποχωρεί στο άγχος που τον συντρίβει, δεν υιοθετεί ηττοπαθή στάση μπροστά σε δυσκολίες, προκλήσεις ή εμπόδια… Η αισιοδοξία, όπως και η ελπίδα, σημαίνει να έχει κανείς μια έντονη προσδοκία ότι, γενικά, τα πράγματα θα πάνε καλά στη ζωή, παρά τα εμπόδια και τις απογοητεύσεις». Στον τομέα της μάθησης ο ρόλος της λεκτικής, όπως και της μη λεκτικής επικοινωνίας, είναι καθοριστικός. Έχει διαπιστωθεί ότι η οπτική επαφή με το παιδί φέρνει πολλά θετικά αποτελέσματα και ότι τα μηνύματα μη λεκτικής επικοινωνίας από την πλευρά του εκπαιδευτικού είναι πολύ σημαντικά. Το κοίταγμα στο πρόσωπο, σε συνδυασμό με το χαμόγελο, το μικρό ζωτικό χώρο, το άγγιγμα και άλλα στοιχεία, δρα ως πηγή μετάδοσης πληροφοριών και συναισθημάτων. Κάθε προβληματικό παιδί αποτελεί «πρόβλημα» για ολόκληρη την τάξη και η αντιμετώπισή του κατορθώνεται με τρόπο φυσικό, χάρη στην πρόθυμη ανάμειξη όλων των μελών της τάξης. Ο τρόπος αυτός της συνολικής εμπλοκής λειτουργεί και ως τρόπος πρόληψης αρνητικών συμπεριφορών και πιθανών ατυχημάτων στην τάξη.

3 Μέθοδοι και στρατηγικές παρέμβασης στην υπερκινητικότητα στην τάξη
3.1 Θεωρητικός προβληματισμός - Παιδαγωγική προσέγγιση
Ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης του θέματος είναι η ολιστική και διεπιστημονική προσέγγισή του. Ειδικότητες όπως ο εκπαιδευτικός, ο ειδικός εκπαιδευτικός, ο παιδοψυχολόγος, ο παιδοψυχίατρος και ο κοινωνιολόγος αξιοποιούνται και συνεργάζονται αναζητώντας τις καλύτερες λύσεις. Η αξιολόγηση κάθε εκπαιδευτικής παρέμβασης δεν γίνεται βιαστικά. Τα χρόνια προβλήματα συνίστανται σε σταθερές, πάγιες συμπεριφορές. Προκειμένου να επέλθει η επιθυμητή αλλαγή χρειάζεται να μεσολαβήσει αρκετός χρόνος μετά την παρέμβαση, καθώς και η επανάληψή της, έως ότου εμφανιστεί η θετική διαφοροποίηση. Μία μορφή παρέμβασης είναι η φαρμακευτική αγωγή,η οποία, ωστόσο, είναι ζήτημα ειδικού και συστήνεται ως τελευταία λύση, εφόσον έχουν προηγηθεί άλλες μορφές παρέμβασης. Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου ασχολούμαστε με την εκπαιδευτική παρέμβαση.

3.1.1 Μέθοδοι και τεχνικές τροποποίησης της συμπεριφοράς
Πλούσια είναι η ερευνητική δραστηριότητα3 αναφορικά με τις τεχνικές τροποποίησης της συμπεριφοράς. Επέκταση των κλασικών μεθόδων τροποποίησης της συμπεριφοράς αποτελεί η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία, που υιοθετεί τον έλεγχο των σκέψεων και των συναισθημάτων ως μέσο για την αλλαγή της συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, αναφέρεται: «Η εκπαίδευση στις κοινωνικές δεξιότητες, η μίμηση προτύπου, η τεχνική της επανάληψης και της συνεχούς εξάσκησης είναι δυνατόν να συμβάλουν στην ελαχιστοποίηση των προβλημάτων…».

3.1.1.1 Εναλλακτικές εκπαιδευτικές στρατηγικές
Άλλες εκπαιδευτικές στρατηγικές είναι οι ακόλουθες:
α) Μάθηση μέσω υπολογιστή: Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ συχνά χαρακτηρίζονται από την κατανόηση των τεχνολογικών θεμάτων και την επιδεξιότητα στο χειρισμό του υπολογιστή. Τα σύμβολα και οι εικόνες τα διεγείρουν και τα ελκύουν.Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχετική εκπαίδευση και καθοδήγηση του παιδιού πρέπει να γίνεται με συστηματικό και παραστατικό τρόπο. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια μπορεί να συναρπάζουν τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ, όμως δεν ενδείκνυνται, γιατί συχνά προκαλούν υπερβολική αύξηση της διέγερσής τους, με αποτέλεσμα αφενός μεν τα παιδιά να σπαταλούν περισσότερο από τον επιθυμητό χρόνο στο μηχάνημα, αφετέρου δε να ξεχνούν όσα πρόσφατα έμαθαν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
β) Αλληλοδιδασκαλία: Ιδιαίτερα στην περίπτωση παιδιών με ΔΕΠ-Υ τα αποτελέσματα είναι πολύ ενθαρρυντικά, κυρίως γιατί η αλληλοδιδασκαλία επιτρέπει την ενεργό ανάμειξη στη μαθησιακή διαδικασία.
γ) Μουσική προσέγγιση: Υπάρχουν πολλά σχετικά συστήματα. Ενδεικτικά παρατίθεται εκείνο του Karl Orff, που έχει εφαρμοστεί με επιτυχία και στα υπερκινητικά παιδιά.
γ) Θεραπευτικό παιχνίδι: Με το κατάλληλο θεραπευτικό παιχνίδι το παιδί, με τη συνεργασία του εκπαιδευτικού ή το γονιού, μπορεί να ξεφύγει από τις αδυναμίες, τα βάσανα, τους φόβους, την υπερκινητικότητά του.
δ) Η Πολιτισμική Αγωγή: Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το περιβάλλον του υπερκινητικού παιδιού βασανίζεται από εντάσεις και συχνά προβληματικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια, γίνεται εύκολα αντιληπτή η αναγκαιότητα αποβολής των αρνητικών συναισθηματικών φορτίων και εσωτερικών συγκρούσεών του, μέσω της ελευθερίας της έκφρασης, της επικοινωνίας και της ατομικής και συλλογικής δράσης,«διά της τέχνης», καθώς ο ρόλος, το χρώμα, ο ήχος και η κίνηση δρουν ευεργετικά και θεραπευτικά στο καθημερινό πλαίσιο της σύγχρονης διδακτικής πράξης.

3.1.2 Πρακτικά μέτρα που εφαρμόζονται στη σχολική τάξη
Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ δεν έχουν νοητική καθυστέρηση, εκτός και αν η ΔΕΠ-Υ και η νοητική καθυστέρηση συνυπάρχουν. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μετά από επίσημη γνωμάτευση ειδικών κρίνεται σκόπιμο να εγγραφούν σε ειδική τάξη. Στη συνέχεια παρατίθενται μερικές τεχνικές αντιμετώπισης των υπερκινητικών παιδιών, όπως προέκυψαν από τη βιωμένη εμπειρία μας στην τάξη.
- Η σημασία των κοινωνικών μορφών οργάνωσης της τάξης είναι καθοριστική, αφού από αυτήν εξαρτώνται τόσο οι σχέσεις που θα αναπτυχθούν μεταξύ του παιδιού και των συμμαθητών του όσο και με τον εκπαιδευτικό. Επιπλέον, είναι δόκιμο το παιδί να κάθεται στα μπροστινά θρανία, μακριά από πόρτες και παράθυρα. Μπορούν, επίσης, να δημιουργηθούν ειδικές γωνιές-εργαστήρια στα οποία θα επιτρέπεται η διαφοροποιημένη μορφή εργασίες, ατομικά ή ομαδικά.
- Η δομή της διδακτικής πορείας και η « διαδικαστική ρουτίνα» είναι αναγκαία για τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ, αφού έτσι κατανοούν και συνεργάζονται ευκολότερα. Είναι σημαντικό να εξηγούμε στο παιδί τι πρόκειται να συμβεί και να το καθοδηγούμε στη συμπεριφορά του.
- Η ατομική εργασία είναι απαραίτητη. Βοηθούμε το παιδί να ξεκινήσει την ατομική εργασία του στο θρανίο του. Του ζητούμε να μας εξηγήσει τι θα κάνει και πώς. Φροντίζουμε να το εποπτεύουμε διακριτικά και περιοδικά.
- Η διδασκαλία είναι σκόπιμο να γίνεται χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερες αισθήσεις. Η συμμετοχή με όλες τις αισθήσεις είναι πάντα προτιμότερη από τη λεκτική προσέγγιση, που αξιοποιεί ένα τύπο αίσθησης μόνο, την ακοή.
- Ενδείκνυται η επικοινωνία του δασκάλου με το παιδί να γίνεται με διάφορους τρόπους, όπως το άγγιγμα ή η αναφώνηση του ονόματός του, αφού έτσι εστιάζει την προσοχή του στον εκπαιδευτικό πριν εκείνος του πει κάτι σημαντικό.
- Η ποσότητα της εργασίας καθώς και ο βαθμός δυσκολίας πρέπει να διαφοροποιούνται σε σχέση με των άλλων παιδιών. Η εργασία είναι καλό να δίνεται σε μικρά κομμάτια. Το υπερκινητικό παιδί χρειάζεται συχνή παρακολούθηση, γιατί αδυνατεί να δουλέψει ανεξάρτητο για πολύ ώρα.
- Η ενημέρωση του παιδιού για την πορεία της εργασίας του είναι εντελώς απαραίτητη, ενώ σε κάθε επιτυχημένη προσπάθειά του, έστω και μικρή, είναι σημαντικό να το επαινούμε. Στις αποτυχίες του καλό είναι να υπάρχει ουδέτερη αντιμετώπιση.
- Η στάση του εκπαιδευτικού πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με το σχεδιασμό της πορείας του μαθητή, αλλά και η συμπεριφορά του πρέπει να είναι σταθερή και να μη μεταβάλλεται ανάλογα με τις όποιες δυσκολίες.
- Επειδή τα παιδιά αυτά δεν μπορούν να κάθονται πολύ ώρα, είναι χρήσιμο να εφαρμόζονται εναλλακτικές δραστηριότητες, που επιτρέπουν την αλλαγή θέσης και την κίνηση στην τάξη.
- Τα εποπτικά μέσα, βοηθούν στην κατανόηση του μαθήματος και ταυτόχρονα κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον των παιδιών.

Επίλογος
Το παιδί κάνει οδύσσεια προσπάθεια να συγκεντρωθεί, έστω και για λίγο, για να ελέγξει τον εαυτό του, τις αντιδράσεις του, το θυμό του. Συχνά τσακίζεται στις «συμπληγάδες» των εξάρσεών του. Ένα τέτοιο παιδί είναι αναγκασμένο να περάσει τα παιδικά του χρόνια παλεύοντας με όλες τις αντίξοες συνθήκες που του δημιουργεί το υπερκινητικό σύνδρομο. Το αν θα καταφέρει να φτάσει στην «Ιθάκη» του, εκεί όπου, ως ενήλικος πια, θα συνεχίσει τη ζωή του, ανταποκρινόμενο επαρκώς ή όχι στις προκλήσεις και τις απαιτήσεις της, είναι κατά πολύ και μέρος της ευθύνης των εκπαιδευτικών. Στις όποιες εμπειρίες, πιθανά ψυχικά τραύματα, θετικά συναισθήματα, γνωστικά και συναισθηματικά κενά, οι εκπαιδευτικοί θα έχουν αντίστοιχο μερίδιο στον απολογισμό!
Το παιδί που έχει ασφαλείς σχέσεις με τους γονείς του και τους λοιπούς ενηλίκους του περιβάλλοντός του, μπορεί ευκολότερα να υπομείνει εντάσεις, να τις ελέγξει και να τις εκτονώσει. Η συνεργασία του εκπαιδευτικού με τους ειδικούς και τους γονείς του παιδιού κρίνεται αναγκαία, αφού δημιουργεί ένα ασφαλές, υποστηρικτικό πλαίσιο γύρω από το παιδί. Είναι σημαντικό, όπως λέει ο Parry, «…να δίδεται σε κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης κάποιας δύσκολης κατάστασης ένα νόημα και να αποθησαυρίζεται η δύναμη της εμπειρίας, έτσι ώστε τα άτομα που βρίσκονται μέσα σε αυτήν από παθητικά θύματα που υποφέρουν να γίνονται ενεργοί δέκτες που ωριμάζουν διδασκόμενοι απ’ αυτήν».

Πηγή : Επιστημονικό Βήμα,τ. 11, - Φεβρουάριος 2009

Αναρτήθηκε από Νίκος Τομαράς στις 1:28 πμ

Ετικέτες Άρθρα για την εκπαίδευση